Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Esposito, ένας μύθος της αργεντίνικης Ε.Φ.

Ευχαριστώ θερμά την Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη και τον Δημήτρη Φύσσα για την παραχώρηση στο ιστολόγιο του εισαγωγικού κειμένου για τον μυστηριώδη συγγραφέα Esposito, καθώς και του διηγήματος Pink House Colectivos.

ESPOSITO
ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΙΚΗΣ Ε.Φ.
Της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη και του Δημήτρη Φύσσα


Η τελευταία γνωστή φωτογραφία του Esposito, 1964

O Esposito (προφέρεται Εσποσίτο). αν ζει, έχει περάσει τα 80. Και γράφουμε «αν ζει», γιατί εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια, ουδείς τον έχει δει ζωντανό, παρόλο που ο ίδιος συνεχίζει να δημοσιεύει με τον παλιό underground τρόπο που δημοσίευε διηγήματα επιστημονικής φαντασίας (ε.φ.) ήδη από τη δεκαετία του '50: δηλαδή σε φανζίν και σε πολυγραφημένα (πλέον τυπωμένα σε εκτυπωτή) φυλλάδια μικρού τιράζ, αποφεύγοντας σταθερά να εκδώσει κανονικό βιβλίο. Τις περισσότερες δημοσιεύσεις τις έκανε στα φανζίν F-Arg και Carrass, οι τίτλοι των οποίων δεν εμφανίζονται καν στο εξώφυλλο (πιθανώς μετά από αίτηση του ίδιου). Κι όμως, ο περίεργος αυτός άνθρωπος, η ζωή του οποίου θυμίζει τον Σάλιντζερ ή τον Πίντσον (για να μιλήσουμε γι' αντίστοιχες και πασίγνωστες περιπτώσεις κρυπτομένων συγγραφέων, που κανείς δεν ξέρει αν ζουν ή πέθαναν, κι όμως δημοσιεύουν), υπήρξε θρυλική μορφή της αργεντίνικης ε.φ. επί δεκαετίες.

Τα στοιχεία για τη ζωή του είναι ελάχιστα. Γεννήθηκε στην Punta del Este το 1928 από πατέρα ισπανικής και μάνα ιταλικής καταγωγής, σπούδασε μηχανικός στο Buenos Aires και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ, όπου επηρεάστηκε πολύ από την pulp λογοτεχνία ε.φ. του '50. Γυρνώντας στην Αργεντινή, μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο Buenos Aires και διάφορα άγνωστα χωριά του νότου, ενώ παράλληλα δημοσίευε με τον τρόπο που γράψαμε πιο πάνω. Δεν έκανε και σπουδαία καριέρα σαν μηχανικός, δεν παντρεύτηκε, ούτε απόκτησε παιδιά, ενώ είναι άγνωστο αν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία (υποχρεωτική τότε), ή αν —και πώς— την απόφυγε.

Η τελευταία γνωστή του φωτογραφία είναι από τη δεκαετία του '60. Ο ίδιος υπέγραφε και υπογράφει τα έργα του με διαφορετικά ζευγάρια μικρών ονομάτων κάθε φορά, κυριότερα από τα οποία είναι έξι: Javier Joaquin, Adolfo Fidel. Alfredo Maria, Juan Ramon, Ignacio Raul και Paco Vladimir (είναι άγνωστο γιατί το έκανε αυτό. Μια θεωρία λέει ότι πίσω από το ίδιο —ή περίπου το ίδιο όνομα— κρύβονταν, με τη συμφωνία του original Esposito διάφοροι Αργεντινοί συγγραφείς συμβατικής λογοτεχνίας που επιθυμούσαν να δημοσιεύσουν ε.φ. Μια άλλη θεωρία λέει ότι το έκανε επίτηδες, ώστε να μπερδέψει όσους έψαχναν, και ψάχνουν, τα ίχνη του). Δηλαδή, όπως λένε στην Αργεντινή, και η ίδια η ζωή του Esposito είναι κάπως σαν επιστημονική φαντασία.


Εξώφυλλο του φανζίν F-ARG, 1958, ιδιωτική συλλογή, Buenos Aires

Το έργο του όμως. ή τουλάχιστον αυτό που του αποδίδεται, έχει θρέψει γενιές και γενιές Αργεντινών φαν του είδους, αλλά έχει επηρεάσει και πολλούς σημαντικούς συγγραφείς της συμβατικής λογοτεχνίας, Αξεπέραστο θεωρείται ειδικά το «αυτοκρατορικό-ειρωνικό» λεγόμενο ύφος του, που βέβαια δεν μπορεί ν' αποδοθεί 100% σε καμιά ξένη γλώσσα. Το έργο του αποτελείται αποκλειστικά από διηγήματα, γύρω στα 100, που αρχίζουν από λίγες γραμμές και φτάνουν τις 20 σελίδες. Τα διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε σημαντικές ανθολογίες ισπανόφωνης ε.φ. και μερικά έχουν μεταφραστεί σε γλώσσες «περιορισμένης χρήσης» (πορτογαλικά, ολλανδικά, τούρκικα, τσέχικα, ινδικά κλπ). Δηλαδή ούτε ένα κομμάτι του δεν έχει μεταφραστεί στις γνωστές και λογοτεχνικά μείζονες συνήθεις γλώσσες: διατυπώθηκε από πολύ νωρίς σαφής απαγόρευση του ίδιου, για άγνωστους λόγους, απαγόρευση η οποία, απ' όσο ξέρουμε, τηρείται.

Με το θάρρος που δίνει το τεκμήριο των «γλωσσών περιορισμένης χρήσης» και, άρα, τη βεβαιότητα ότι δεν θα υπάρξει καμιά αντίδραση από την πλευρά του συγγραφέα, παρουσιάζεται σήμερα αυτή η πρώτη μετάφραση του Esposito στα ελληνικά. Το διήγημα που ακολουθεί βρέθηκε μόνο χάρη στα ταξίδια και τις επαφές της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη στην Αργεντινή και στην Ισπανία, καθώς τα εσποζιτικά έργα δεν είναι καν αναρτημένα στο διαδίκτυο. Δημοσιεύτηκε δυο φορές, με επουσιώδεις παραλλαγές, σε δυο φανζίν της δεκαετίας του '50 και επηρέασε πολύ κόσμο τότε, με την ειρωνεία κοι την πολιτικοποίησή του, που ξεκινούσαν ωστόσο από μιαν απλή κατάσταση, στο πρότυπο του Τσέχοφ, μια κατεύθυνση που ακολούθησε, αργότερα, κι ο Μπόρχες.


Pink House Colectivos
του Esposito
(Φανζίν F-Arg, 1955, και, με μικρές παραλλαγές, φανζίν Carrass, 1958)

Καθώς η βροχή δυνάμωνε ολοένα κι ο μεσημεριανός ουρανός είχε γίνει πλέον κατάμαυρος, ο πενηνταπεντάχρονος Μανουέλ Βάσκεθ Πελεγρίνο, πρώην κληρονόμος του πρώην τίτλου κάποιας περιοχής της ΒΔ Ισπανίας, απευθείας απόγονος των πρώτων αποίκων που είχαν βρεθεί σ' αυτή τη χώρα και φυσικά μέλος της αριστοκρατίας του Μπουένος Άιρες, είχε φορέσει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «μεγάλη πανηγυρική οικογενειακή στολή». Η στολή αυτή περιλάμβανε φράκο, κόκκινο ζωνάρι, γυαλιστερά παπούτσια, διαγώνια γαλάζια ταινία στο στήθος και μια επιλογή από τα σημαντικότερα παράσημά του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και, ικανοποιημένος από αυτό που έβλεπε, έδιωξε τον υπηρέτη που τον βοηθούσε να ντυθεί κι αποφάσισε να κατέβει τη σκάλα του σπιτιού του.

Είχε δεχτεί την πρόσκληση για το Ροζ Σπίτι και θα συναντούσε ακόμα μια φορά τov Πρόεδρο Περόν και την εκθαμβωτική σύζυγό του, την Εβίτα. Αφορμή ήταν ακόμα μια επέτειος κάποιας γιορτής — και στην Αργεντινή δεν ήταν λίγες ούτε οι επέτειοι, ούτε οι γιορτές. Στο ισόγειο, η γυναίκα του τον περίμενε, λαμπερή και νέα, είκοσι χρόνια μικρότερή του, φορώντας την καλύτερη τουαλέτα της και διάφορα αστραφτερά κοσμήματα που την έκαναν να λαμπυρίζει με πολλά χρώματα, σε μια κάποια αντιστοιχία με τα παράσημά του. Είπαν στους υπηρέτες να φωνάξουν τη λιμουζίνα τους και βγήκαν στο κατώφλι του σπιτιού, του ανακτόρου τους καλύτερα, περιμένοντας τον άλλο Μανουέλ, τον σωφέρ τους, να φέρει τη Ρολς Ρόις του, μια από τις έξι που υπήρχαν σ' όλη τη χώρα. Η ώρα ήταν 12, το γεύμα ήταν στη 1 και γύρω άστραφτε και βροντούσε κι έβρεχε δυνατά κι ασταμάτητα.

Ο Μανουέλ ήρθε κι ανακοίνωσε ότι το αυτοκίνητο είχε βλάβη. Ο Πελεγρίνο έδωσε εντολή να φέρουν το δεύτερο αυτοκίνητο του, μια Φορντ, μικρότερο και λιγότερο εντυπωσιακό και που συνήθως το οδηγούσε ο ίδιος, αλλά αυτή τη φορά θα έβαζε τον Μανουέλ να τ' οδηγήσει. Ο οδηγός πήγε, βράχηκε, ξανάρθε κι είπε πως ούτε η Φορντ έπαιρνε μπρος. Ταξί δεν υπήρχε περίπτωση να βρουν με τέτοιες συνθήκες, στο Ροζ Σπίτι δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάνε, αποφάσισαν λοιπόν, σιχτιρίζοντας, να πάρουν το λεωφορείο. Με μια κουστωδία υπηρετών που κρατούσαν τις ομπρέλες τους κίνησαν για τη στάση, απ' όπου περνούσαν οι κολεκτίβος, τ' αργά λεωφορεία του λαού, ένα από τα σύμβολα αυτής της πόλης.

Έφτασαν παπί, φράκο και τουαλέτα και κόμμωση λούτσα, μα οι υπηρέτες συνέχισαν να τους κρατάνε τις ομπρέλες αλύγιστοι, συγκεντρώνοντας τα ειρωνικά σχόλια άλλων ανθρώπων, κανονικών και δίχως υπηρέτες, που περίμεναν επίσης στη στάση κι είχαν γίνει το ίδιο λούτσα, μα δίχως επίσημα ενδύματα.

Όταν το λεωφορείο επιτέλους ήρθε, το ζεύγος Πελεγρίνο, παρά την υγρή του κατάσταση, ήταν το μόνο που ταίριαζε, στην πολυχρωμία του, με τα χρώματα του παλιού οχήματος. Τα κοσμήματα και τα ακριβά τους ρούχα συνέχισαν να λάμπουν, πολύχρωμα, παρότι μουσκίδι. Τα ρούχα των άλλων επιβατών ήταν που ήταν παλιά και βρώμικα και αποχρωματισμένα, τώρα λοιπόν με τη βροχή είχαν χάσει την όποια λάμψη διέθεταν κάποτε, όταν είχαν πρωτοφορεθεί, πριν πολλά χρόνια. Με πολλή δυσκολία, μέσα σε σπρωξίδια και βρισίδια και σκώμματα, το αριστοκρατικό ζευγάρι επιβιβάστηκε με τον πολύ λαό στη σακαράκα — παπαγάλοι της ζούγκλας σε αναλόγως πολύχρωμο κινητό κλουβί — και το αρχαίο όχημα ξεκίνησε. Πίσω στη στάση, οι υπηρέτες έκλεισαν τις ομπρέλες των κυρίων και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι πια δεν τους έβλεπαν, τις ξανάνοιξαν.

Μέσα στο λεωφορείο, αλύγιστοι, οι Πελεγρίνο πλήρωσαν το εισιτήριό τους στον οδηγό και στη συνέχεια υπέμεναν τα κακότροπα και φαρμακερά σχόλια του κοινού λαού, ελπίζοντας ότι οι δεκαεννιά στάσεις τους μέχρι τον προορισμό τους (έννοια σχετική: κι από εκεί θα είχαν κάμποσο περπάτημα) θα περνούσαν γρήγορα. Δυστυχώς γι' αυτούς, οι αριστοκρατικές περιοχές αυτής της πόλης είναι ελάχιστες, και συνεπώς απέχουν πολύ μεταξύ τους. Επιπλέον, μέσα στη μαυρίλα και το νερό, ο οδηγός οδηγούσε αργά και με δυσκολία.

Η ακτίνα ήρθε από τον ουρανό και έλουσε το παλιό λεωφορείο μόλις τρεις στάσεις πριν κατέβουν οι Πελεγρίνο. Η κίνηση του οχήματος σταμάτησε χωρίς πρόβλημα (είπαμε, πήγαινε έτσι κι αλλιώς πολύ αργά) και οι επιβάτες βρέθηκαν όλοι στον δρόμο, μέσα στη βροχή, ν' αναρωτιούνται τι τους συνέβη και να βιάζονται να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Όσοι είχαν την ψυχραιμία να κοιτάξουν προς τα πάνω, είδαν το λεωφορείο τους να ταξιδεύει προς τον ουρανό. Μέσα σ' αυτό, είχαν απομείνει μόνοι τους οι δυο αριστοκράτες. Οι μακρινοί εξωγήινοι που τους ανέλκυαν προς τον ιπτάμενο δίσκο τους κάποια έτη φωτός μακριά είχαν κρίνει, καθώς φαίνεται, ότι μόνο ο Μανουέλ Βάσκεθ και η γυναίκα του, πλουμιστοί και ψιμυθιωμένοι κι αστραφτεροί καθώς ήταν, αποτελούσαν την ταιριαστή πανίδα τού συγκεκριμένου οχήματος, που ήταν, προφανώς, η φωλιά τους. Οι εξωγήινοι άφησαν τους υπόλοιπους πίσω, ως άχρωμα και μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, ένα είδος παρασίτων και κατώτερων μορφών ζωής, που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Τώρα, το σαστισμένο ζεύγος ταξίδευε στο άπειρο για ποιος ξέρει τι είδους εξετάσεις και πειράματα και ελέγχους, στα οποία θα τους υπέβαλλαν σίγουρα οι ανάλγητοι πολίτες της γαλαξιακής περιοχής που οι γήινοι αποκαλούν Ανδρομέδα.

Μετάφραση: Κλεοπάτρα Eλαιοτριβιάρη, λογοτεχνική θεώρηση Δημήτρης Φύσσας

(δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού: Φανταστικά Χρονικά, το Περιοδικό της Επιστημονικής Φαντασίας-Μια Έκδοση της Α.Λ.Ε.Φ. Χειμώνας 2009-10, Τεύχος 14)

10 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπάρχει κάποιος δικτυακος τόπος για τον Εσποσίτο;

Δανάη είπε...

Υπέροχο το αφιερωματάκι. Πάντα μου αρέσει να "ανακαλύπτω" συγγραφείς που τους περιβάλλει το μυστήριο!

Zastrozzi είπε...

Απολαυστικό διήγημα και πολύ ελκυστικές οι λεπτομέρειες για τη ζωή του Esposito. Υπάρχει περίπτωση να βρεθούν και άλλα κείμενά του;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

@Zastrozzi
Μπα...

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Στην αρχή σκέφτηκα μήπως ο Εσποσίτο είναι δημιούργημα του ΔΦ και της Κλ.Ελ!

Εξαιρετικό πάντως, και το διήγημα και η παρουσίασή του.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ είπε...

Πονηρός ο Νικολάκης ο Σαραντάκος. Να τον βάλουμε στην ΕΥΠ :-)

λιμ είπε...

Εξαιρετικό αφιέρωμα :)

1+1=3 είπε...

Αν υποψιαστώωωωωωωωωωωωωωω, θα είναι τέλειο:)))))))))))))))))

Ανώνυμος είπε...

Πάρα πολύ ωραία παρουσίαση:)

chessjerk είπε...

Τελικά ο Esposito υπάρχει ή όχι;